- ξενιτειά
- Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550 ανομοιοκατάληκτων δεκαπεντασύλλαβων στίχων, που τιτλοφορείται Ποίημα περί της ξενιτείας, έργο του 15ου αι., κρητικού στιχουργού, που δεν διασώθηκε το όνομά του, θεωρείται όμως βέβαιο ότι ήταν μοναχός. Το ποίημα δεν παρουσιάζει λογοτεχνικό ενδιαφέρον αλλά μόνο γλωσσικό, γιατί είναι γραμμένο στη δημοτική της εποχής. Ο πρώτος που το δημοσίευσε είναι ο Κ. Σάθας, από βιεννέζικο κώδικα. Το κείμενο, με μικρές παραλλαγές, υπάρχει και σε αθηναϊκό κώδικα. Εκδόθηκε από τον I. Καλιτσουνάκη.
Γενικά, τραγούδια της ξ. ονομάζεται ένας κύκλος χαρακτηριστικών ελληνικών δημοτικών τραγουδιών του ελληνικού λαού, που τα δημιούργησε η μετανάστευση, η οποία δεν έπαψε να υπάρχει σε καμιά περίοδο της ιστορίας μας. Οι σκληρές συνθήκες του ταξιδιού, της εγκατάστασης και της παραμονής των ξενιτεμένων στους μακρινούς τόπους εκφράζονται και με μια μεγάλη σειρά επιθέτων, με τα οποία χαρακτήριζαν τον μετανάστη ήδη οι λαϊκοί ποιητές των πρώιμων μεταβυζαντινών χρόνων (η συναγωγή οφείλεται στο Γ. θ. Ζώρα): φτωχός, ελεεινός, άθλιος, παλαβός, ταπεινός, πελελός, τρελός, απαρηγόρητος, μοναχός, μεμονωμένος, ορφανός, λυπηρός, θλιμμένος, στεναχωρημένος, παραπονεμένος, ονειδισμένος, κακογραμμένος, κακόμοιρος, κακομοιριασμένος, κακορίζικος, κακότυχος, αναποδογραμμένος, πολυπικραμένος, πολύθλιβος, πικροφαρμακωμένος, μυριοτυραννισμένος.
Τα νεότερα δημοτικά τραγούδια της ξ. προέρχονται κυρίως από τα νησιά (εξαιτίας της ναυτικής ζωής) και από την Ήπειρο. Οπωσδήποτε, το φαινόμενο της μετανάστευσης είναι γενικό στην Ελλάδα και τα σχετικά τραγούδια κατάντησαν πανελλήνια, έτσι, που, κατά το Στίλπωνα Κυριακίδη, να είναι σήμερα δύσκολο να βρούμε την αρχική πατρίδα των τραγουδιών της ξενιτιάς.
* * *η (ΑΜ ξενιτεία)βλ. ξενιτιά.
Dictionary of Greek. 2013.